Είναι άχαρη δοκιμασία να γράψεις ένα κείμενο παραίτησης – αποχώρησης κι εύκολα μπορεί να παρασυρθείς από τον πειρασμό να γράψεις μια αυτάρεσκη «διακήρυξη». Απ’ την άλλη το να αποχωρείς βουβά και μοναχικά, αφήνοντας τα πάντα ανοικτά σε ερμηνείες, είναι ηττοπαθές προς όλους εκείνους με τους οποίους συμπορεύτηκες υπηρετώντας μια συλλογική προσπάθεια.
Έτσι, στην εποχή των διαψεύσεων, των απογοητεύσεων, των εξατομικευμένων αδιεξόδων και αγωνιών, της ανασφάλειας, της αποστράτευσης, της πικρίας αλλά και των μεγάλων ατιμωτικών συμβιβασμών, κάθε κείμενο είναι ένας απολογισμός και μια υποθήκη.
Μ’ αυτές τις σκέψεις καταθέτω αυτό το κείμενο, δηλώνοντας την παραίτησή μου από μέλος της διοίκησης του ΤΣΜΕΔΕ και της επέκτασης της θητείας μου στο ΤΜΕΔΕ.
Με τον καιρό να ‘ναι κόντρα…είναι τιμή να πετάς
Σε λίγους μήνες κλείνουμε μια επταετία στο καθεστώς μνημονιακής υποτέλειας. Οτιδήποτε σηματοδότησε ιστορικά το κοινωνικό κράτος αμφισβητήθηκε, λοιδορήθηκε, υπονομεύτηκε και ακυρώθηκε. Σ’ αυτό το πλαίσιο το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης συμβολίζοντας την αξιοπρέπεια, την αλληλεγγύη και ένα εγγυημένο πλαίσιο εργασίας, ασφάλισης, συνταξιοδότησης βρέθηκε στο στόχαστρο των πιο αντιδραστικών και επιθετικών επιδιώξεων των νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Διαχωρίζοντας και διασύροντας τους ασφαλισμένους, προικοδοτώντας τον κοινωνικό αυτοματισμό με τη θεωρία των «ευγενών» ταμείων, κανιβαλίζοντας τα αποθεματικά τους μέσω δομημένων ομολόγων και PSI (στην περίπτωσή μας αθροίζονται και οι απώλειες από την Τράπεζας Αττικής), το δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης διαλύθηκε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ με την άνοδο στην Κυβέρνηση παρά τις ελπίδες και τις προσδοκίες που τροφοδότησε, απέδειξε γρήγορα ότι δεν μπορούσε αλλά κυρίως δεν ήταν αποφασισμένος για όσα ήταν απαραίτητα, προκειμένου να μπει τέρμα στον μνημονιακό κατήφορο διάλυσης και παρακμής της χώρας και της κοινωνίας.
Προσαρμόστηκε γρήγορα και οι πολιτικές που εφάρμοσε επιβεβαίωσαν την προσχώρησή στο μνημονιακό μπλοκ ενσωματώνοντας πρόσωπα, πολιτικές και πρακτικές του παρελθόντος με ταχύτητα που εξέπληξε τους πιο ευφάνταστους και τους πιο δύσπιστους.
Στον τομέα της ασφάλισης, ο νέος νόμος 4387/16 («Κατρούγκαλου») συμψηφίζοντας ελλείμματα με αποθεματικά, επέβαλε άμεσα και βίαια την υπαγωγή διαφορετικών κατηγοριών ασφαλισμένων (μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, αγροτών) σε ένα ενιαίο ταμείο ανταποδοτικής ασφάλισης, με υψηλότερες εισφορές για αναλογικά χαμηλότερες συντάξεις και χωρίς αμφιβολία σύντομα θα χρειαστεί νέα «παρέμβαση σωτηρίας».
Ο κλάδος των Μηχανικών συνεχώς συρρικνώνεται. Οι νέοι/ες Μηχανικοί δεν εγγράφονται στο ΤΕΕ ή/και αποχωρούν από την χώρα. Χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι ασφαλισμένοι/ες ενώ απειλούνται με κατασχέσεις από το ΚΕΑΟ, αποκλείονται από την εργασία λόγω ασφαλιστικών οφειλών. Ελεύθεροι επαγγελματίες‐ αυτοαπασχολούμενοι, εργαζόμενοι με μπλοκάκι και άνεργοι μηχανικοί, οδηγούνται είτε σε διαγραφή από το ΤΕΕ είτε εγκλωβίζονται σε μακροχρόνια υπερχρέωση μέσα από ένα σύστημα υπερ‐φορολόγησης (από το πρώτο ευρώ σε τεκμαρτά‐πλασματικά εισοδήματα για τους περισσότερους/ες) και εκτίναξης των φορο‐ασφαλιστικών εισφορών στο 37,95% του εισοδήματος. Την ίδια στιγμή που κατακτήσεις και επαγγελματικά δικαιώματα ρευστοποιούνται και «επαναπιστοποιούνται», δημιουργούνται ευνοϊκότερες συνθήκες για την συγκέντρωση του τεχνικού αντικειμένου σε μεγαλύτερα επιχειρηματικά σχήματα.
Το νέο ταμείο αντιστοιχίζεται πλήρως στην νέα κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που διαμορφώνουν τα μνημόνια και η οποία εκτός από ψηλά μακροχρόνια ποσοστά ανεργίας για τους μισθωτούς, περιλαμβάνει και την δραστική μείωση του αριθμού των αυτοαπασχολούμενων (και των αγροτών) που θεωρείται υπερβολικά μεγάλος για τα ευρωπαϊκά πρότυπα και θέλουν να περιοριστεί.
Μαζί με την κατάργηση του ΤΣΜΕΔΕ, ο νέος νόμος προέβλεψε και την έναρξη λειτουργίας από 1/1/2017, του Ταμείου Μηχανικών Εργοληπτών Δημόσιων Έργων ως ΝΠΙΔ που θα διοικείται από την Διοικούσα Επιτροπή του ΤΣΜΕΔΕ μέχρι τον Απρίλιο 2018 που θα έληγε η θητεία της. Αυτό το ταμείο ιδρύθηκε με σκοπό την εγγυοδοσία – πιστοδοσία αυτοαπασχολούμενων Μηχανικών και τεχνικών εταιρειών έχοντας όμως την δυνατότητα να δημιουργεί «και άλλους κλάδους (ιδιωτικής) ασφαλιστικής προστασίας» για λίγους.
Στην Διοικούσα Επιτροπή του ΤΣΜΕΔΕ ορίστηκα, ως μέλος ‐ αναπληρωτής εκπρόσωπος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, σε μια περίοδο που ελπίδες και προσδοκίες όχι μόνο των Μηχανικών αλλά και ολόκληρης της Ελληνικής κοινωνίας, φαινόταν να βρίσκουν θετική διέξοδο από το καθεστώς της μνημονιακής ασφυξίας που έχει επιβληθεί στην χώρα.
Στον κατακερματισμένο χώρο των Μηχανικών, είχαν προηγηθεί συλλογικές προσπάθειες και αγώνες που με επιμονή και διάρκεια, διαμόρφωναν συλλογική στάση απέναντι στις μνημονιακές ασφαλιστικές ρυθμίσεις του Ν3986/2011. Προσπάθειες που αξιοποίησαν τις αντιπροσωπευτικές συνθέσεις των ΔΕ και μέσα σ’ ένα περιβάλλον γενικευμένης αμφισβήτησης των μνημονιακών πολιτικών στην κοινωνία, κατάφεραν να καταγράψουν θετικές αποφάσεις για τους ασφαλισμένους (αναβολή αυξήσεων στις ασφαλιστικές εισφορές – ασφαλιστική ενημερότητα και υγειονομική κάλυψη με ασφαλιστικές οφειλές, αποτροπή ενεργοποίησης του ΚΕΑΟ κλπ).
Αυτό το κεκτημένο αξιοποιήθηκε και στα πλαίσια λειτουργίας της παρούσας ΔΕ μέχρι το τέλος προς όφελος του ταμείου και των ασφαλισμένων, με αποφάσεις που καθυστέρησαν αρνητικές εξελίξεις και τις συνέπειές τους, που διευκόλυναν και προσέφεραν προσωρινή ανακούφιση σε πολλούς συναδέλφους/σες που πλήττονταν μέσα σ’ ένα διαλυτικό περιβάλλον. Επίσης τέθηκαν και προβλήθηκαν ζητήματα από διαφορετική σκοπιά, αλλά η εκπροσώπηση από μόνη της, στο δεδομένο θεσμικό πλαίσιο και μάλιστα από θέσεις μειοψηφίας στην ΔΕ, δεν θα μπορούσε να δρομολογήσει άλλες δυνατότητες.
Με δεδομένες τις παραπάνω προσεγγίσεις η περίοδος συμμετοχής μου στην Διοικούσα ολοκληρώθηκε. Όποιο θετικό αποτέλεσμα μπορούσε να προσφέρει η συμμετοχή μου στο ταμείο και στους ασφαλισμένους εξαντλήθηκε με την κατάργηση του ΤΣΜΕΔΕ. Το ΤΜΕΔΕ αποτελεί έναν άλλο σχεδιασμό που για όλους τους παραπάνω λόγους δεν επιθυμώ να τον υπηρετήσω ως μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του.
Η παραίτησή μου είναι ταυτόχρονα και πράξη ατομικής διαμαρτυρίας ως μηχανικού, που βλέπει τη ζωή και την καθημερινότητά του να συμπιέζονται, να ακυρώνονται, να υπονομεύονται.
«Αυτό που με πειράζει, με θυμώνει είναι που κλέβουν αναιδώς τα όνειρά μας, είναι που δε βαστούν φωτιά τα ποιήματά μας, είναι το πάθος που στερούν απ’ τα παιδιά μας και μια σιωπή που μένει και δεν πρέπει πια να ‘ναι δικιά μας».
Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όλοι μας έχουμε κριθεί. Θα κριθούμε και στα επόμενα, καθώς οι εξελίξεις πεισματάρικες και ξεροκέφαλες διαψεύδουν καθημερινά σε όλα τα επίπεδα όσους εμπορεύονται φρούδες ελπίδες.
Ακόμα κι αν κάποια στρώματα γλυτώσουν από την καταιγίδα, μια ολόκληρη κοινωνία, μια ολόκληρη χώρα απελπίζεται και θυμώνει. Επτά χρόνια μετά, κρυώνει πιο πολύ, χρωστάει περισσότερα, συμπιέζεται αφόρητα και βουλιάζει. Σίγουρα δεν θα περιμένει άλλα 99 χρόνια.
Δείτε το κείμενο και σε μορφή pdf: DILOSI PARAITHSHS APO TH DE TSMEDE_KIMPIZIS
Με Τιμή
Κ. Κιμπιζής