Στο παρακάτω εύστοχο κείμενο του συναδέλφου Δημήτρη Πετρόπουλου θα θέλαμε να προσθέσουμε την επισήμανση ότι η προϋπόθεση για πληρωμή υπέρ ΟΑΕΔ για τουλάχιστον 3 χρόνια, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτή η χρέωση για τους μηχανικούς ξεκίνησε μόλις το 2013, είναι μια προϋπόθεση που ουσιαστικά αποκλείει την πλειοψηφία των ανέργων πρώην αυτοαπασχολούμενων συναδέλφων. Κατά κανόνα οι άνεργοι συνάδελφοι δεν ήταν σε θέση να πληρώνουν εισφορές αυτά τα χρόνια της κρίσης, άρα δεν έχουν πληρώσει και τις εισφορές υπέρ ΟΑΕΔ, και παράλληλα το γεγονός αυτό τους στερούσε τη δυνατότητα εργασίας, μέσω της απαίτησης ασφαλιστικής ενημερότητας. Επιπλέον αυτών, διαπιστώσαμε ότι ακόμα και οι λίγοι που δεν αποκλείονται από τις διάφορες προϋποθέσεις και δικαιούνται το επίδομα, δεν μπορούν αυτή τη στιγμή να το πάρουν. Ο ΟΑΕΔ δεν το αποδίδει αν δεν έρθει πρώτα σχετική εγκύκλιος – η οποία είναι άγνωστο αν και πότε θα αποσταλλεί – και η γραφειοκρατική καθυστέρηση που παρατηρείται στην έκδοση των απαραίτητων δικαιολογητικών, ιδιαιτέρως μάλιστα από τον ΕΦΚΑ – ΤΣΜΕΔΕ, που σε πολλές περιπτώσεις δεν απαντά καν στις αιτήσεις των ασφαλισμένων, κάνει σχεδόν αδύνατη την απόδοση του επιδόματος.
Τον Ιούλιο 2018 δόθηκε στη δημοσιότητα το κείμενο της ΥΑ (εδώ), στη συνέχεια δημοσιεύτηκε η ΥΑ στο ΦΕΚ Β΄3003 2018 (εδώ) αλλά στη συνέχεια καταργήθηκε η πρώτη ΥΑ και δημοσιεύτηκε νέα στο ΦΕΚ Β΄3496 2018 (εδώ). Από τη σύγκριση των δύο κειμένων, διαπιστώνουμε πως από το δημοσιευθέν στο ΦΕΚ της πρώτης ΥΑ είχε διαγραφεί η παρ.δδ «… Μη ύπαρξη οφειλής από οποιαδήποτε αιτία προς τους πρώην Τομείς του ΕΤΑΑ στους οποίους υπάγεται υποχρεωτικά ο δικαιούχος, ή σε περίπτωση ύπαρξης οφειλής ο δικαιούχος να έχει υπαχθεί σε καθεστώς ρύθμισης των οφειλών, οι όροι της οποίας τηρούνται…». Η απάλειψη αυτή είναι σημαντική και βελτιώνει αισθητά την πρώτη εκδοχή της ΥΑ αναιρώντας μια εκ των προϋποθέσεων που την καθιστούσαν σχεδόν αδύνατη στην εφαρμογή της.
-
Η « μη άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας» στην Προϋπόθεση 2β, που προκύπτει από την μη έκδοση φορολογικών στοιχείων είναι προσθήκη που ουσιαστικά ακυρώνει την ύπαρξη χαμηλού εισοδήματος κατά το προηγούμενο έτος, που θα έπρεπε να είναι το μοναδικό κριτήριο.
-
Η «Μη υπαγωγή στην υποχρεωτική ή προαιρετική ασφάλιση του ΕΦΚΑ ή άλλου φορέα κύριας ασφάλισης της ημεδαπής ή της αλλοδαπής» (2ε) στερεί το βοήθημα σε όσους έχουν δικαίωμα παράλληλης ή πολλαπλής ασφάλισης
-
Η «Μη διακοπή της επαγγελματικής τους δραστηριότητας προκειμένου να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους υπηρεσία ή προκειμένου να μετέχουν σε πανεπιστημιακές ή μεταπτυχιακές ή διδακτορικές σπουδές.» (2στ) αποστερεί το βοήθημα σε όσους πρόκειται να υπηρετήσουν και μάλιστα υποχρεωτικά τη στρατιωτική θητεία ή να διακόπτουν για σπουδές.
-
«Το συνολικό ατομικό καθαρό φορολογητέο εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή των δύο φορολογικών ετών που προηγούνται του έτους υποβολής της αίτησης να μην υπερβαίνει αθροιστικά το ποσό των είκοσι χιλιάδων ευρώ (€ 20.000,00) και το συνολικό οικογενειακό καθαρό φορολογητέο εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή των δύο φορολογικών ετών που προηγούνται του έτους υποβολής της αίτησης να μην υπερβαίνει αθροιστικά το ποσό των τριάντα χιλιάδων ευρώ (€ 30.000,00).» Στερεί το βοήθημα σε μεγάλο αριθμό ασφαλισμένων (εμμίσθων κυρίως αλλά και αμίσθων) που έμειναν άνεργοι άλλα είχαν ένα υποτυπώδες ετήσιο εισόδημα. Τα αντίστοιχα επιδόματα ανεργίας των μισθωτών ασφαλισμένων δεν έχουν εισοδηματικά κριτήρια.
-
«Ο δικαιούχος να διαμένει μόνιμα στην Ελλάδα.» Η προϋπόθεση αυτή που εξαιρεί όσους έχουν μεταναστεύσει, ώστε να μπορούν να εργασθούν, δε συνάδει με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
-
Θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη ότι η Υπουργική Απόφαση περιλαμβάνει ασφαλισμένους για τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις προ της δημοσιεύσεώς της. Από τη διατύπωση της παρ.1 του άρθρου 3 (έναρξη προθεσμίας από τη λήψη της βεβαίωσης του ΕΦΚΑ) μπορεί να συναχθεί ότι καταλαμβάνει και περιπτώσεις ασφαλισμένων που περιήλθαν σε κατάσταση ανεργίας ή υποαπασχόλησης και προ της θεσπίσεως της ΥΑ.
-
Δεν προκύπτει μετά βεβαιότητας ο συνυπολογισμός του χρόνου επιδότησης στο χρόνο ασφάλισης, όπως συμβαίνει για τους μισθωτούς (άρθρο 40 Ν.3996/2011).